- ἀκόνιτον
- ἀκόνῑτον , ἀκόνιτονleopard's baneneut nom/voc/acc sgἀκόνῑτον , ἀκόνιτοςleopard's banemasc/fem acc sgἀκόνῑτον , ἀκόνιτοςleopard's baneneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Eisenhut — Bunter Eisenhut (Aconitum variegatum) Systematik Eudikotyledonen Ordnung … Deutsch Wikipedia
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
acónito — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta de la familia de las ranunculáceas, perenne, considerada venenosa, de hojas palmeadas y raíz fusiforme. (Aconitum.) SINÓNIMO anapelo pardal * * * acónito (del gr. «akóniton») m. Nombre dado a varias especies … Enciclopedia Universal
ακονιτικός — ή, ό (Α ἀκονιτικός, ή, όν) [ἀκόνιτον] ο παρασκευασμένος από ακόνιτο … Dictionary of Greek
θηλυφόνον — θηλυφόνον, τὸ (Α) το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + φόνος] … Dictionary of Greek
θηροφόνος — θηροφόνος, ον και ος, η, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει άγρια ζώα 2. επίθ. τής Αρτέμιδος και τού Απόλλωνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηροφόνον (διάφ. γρ. τού θηλυφόνον) αυτό που φονεύει αμέσως τα θηρία, το ακόνιτον, δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη… … Dictionary of Greek
μυοφόνος — μυοφόνος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια αρχ. αυτός που σκοτώνει ποντίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο φόνος] … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
ԱԿՈՆԻՏՈՆ — ( ) NBH 1 0027 Chronological Sequence: Early classical ԱԿՈՆԻՏՈՆ կամ ԱՆԿՈՆԻՏՈՎՆ. ἁκόνιτον aconitum Խոտ թունաւոր. Տե՛ս ԸՆԾԱԽՈՏ. ... *Ա՛յլ արմատք, որ անուանեալ կոչին եղեբորոս, եւ անկոնիտովն. Վեցօր. ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱԿՈՆԻՏՈՎՆ — ( ) NBH 1 0027 Chronological Sequence: Early classical ԱԿՈՆԻՏՈՆ կամ ԱՆԿՈՆԻՏՈՎՆ. ἁκόνιτον aconitum Խոտ թունաւոր. Տե՛ս ԸՆԾԱԽՈՏ. ... *Ա՛յլ արմատք, որ անուանեալ կոչին եղեբորոս, եւ անկոնիտովն. Վեցօր. ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)